twitter
rss

.

.
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άρθρα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άρθρα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων


Nie zuvor kamen mehr Studenten nach Deutschland: Etwa jeder zehnte Student stammt aus dem Ausland, 300.000 sind es insgesamt, die einen Teil oder das gesamte Studium in Deutschland verbringen.

Warum Deutschland? Sie kommen, weil ihnen die Qualität der Bildung und Forschung wichtig ist und deutsche Unis einen guten Ruf haben. Die Zulassungsverfahren empfinden die meisten als einfach, die Beratung finden sie gut, die Kosten von Lebenshaltung und Studium niedrig. [...]





Den ganzen Artikel finden Sie hier.


Sprache - Wie lernen wir sprechen?

Quelle: http://www.br-online.de/kinder/fragen-verstehen/wissen/2010/02962/


Drei Babys (c) Stockbyte
"Blalala" - "blublublu" - Unterhaltungen bei Babys klingen noch etwas anders!
Um Sprechen zu lernen braucht man zu aller erst einen geeigneten Sprechapparat: den Mund, die Zunge, die Zähne und natürlich auch den Hals und die Atmung. Außerdem unsere Ohren zum Hören und das Gehirn, wo die Sprache gespeichert ist.

 






Eigentlich beginnt das Sprechen lernen schon bevor wir überhaupt geboren werden, also im Bauch unserer Mama. Schon etwa zwei Monate vor unserer Geburt hören wir, was rund um uns herum passiert. Im Bauch gibt’s natürlich eine Menge Gegurgel und Herz-Gebumper, aber durch diese Geräuschsuppe hören wir auch die Stimme unserer Mama. Und schon fangen wir an, etwas über Sprache zu lernen.

So ähnlich klingt unsere Welt vielleicht, wenn wir noch im Bauch sind.

Wenn wir dann auf der Welt sind, hören wir Sprache erst mal wie eine einzige, lange Klang-Wurst. Am besten kann man sich das vorstellen, wenn man sich eine fremde Sprache anhört, von der man kein Wort versteht.

Mama, Papa, Schuhkarton?

Grimassen ziehen (c) Image Source
Na gut, man kann auch ohne Worte viel Spaß haben!
Erst ganz langsam erkennen wir dann: Was sich wie eine Melodie anhört sind viele einzelne, aneinander gehängte Wörter. Sobald ein Baby das verstanden hat, kann es versuchen, ein Wort selber nachzumachen. Aber ist gar nicht so einfach. Deshalb fangen Babys auch nicht mit Worten wie "Schuhkarton" oder "Butterbrot" an, wenn sie – etwa mit einem Jahr - ihr erstes Wort sagen. In fast in allen Sprachen der Welt sind die ersten Wörter Mama, Papa oder auch Baba. Aber woran liegt das? Probier' es aus!

 


Wenn man "Mama" sagt, muss man den Mund erst mal zu machen für das "M" und dann wieder ganz weit auf machen für das "A". Das geht noch ziemlich leicht. Bevor man dann zum Beispiel so etwas wie "Schule" sagen kann, muss man erst einmal das Zusammenspiel von Lippen, Zunge und Zähnen üben. Und das dauert!

Babygebrabbel: So klingt's mit etwa 6 Monaten!


Hunde-Sprache?
Warum können Hunde eigentlich nicht sprechen lernen, obwohl sie doch viele Wörter verstehen?

Hunde können nicht sprechen, weil sie einen anderen Sprechapparat haben und ihr Gehirn anders entwickelt ist als das des Menschen. Sie verständigen sich durch ihre Körperhaltung und durch Laute. Das ist auch eine Art von Sprache, aber eben keine Menschensprache. Und deshalb wird ein Hund, auch wenn wir ihm täglich dasselbe Lied vorsingen, niemals mitsingen!


Aber warum will wohl so ein kleines Baby unbedingt sprechen lernen anstatt einfach nur gemütlich am Daumen zu nuckeln und auf das nächste Breichen zu warten?

Es will einfach mitreden! Kleine Kinder sehen von ihrer Geburt an, dass die Menschen um sie herum den ganzen Tag sprechen. Und das, was aus den Mündern raus kommt, scheint wichtig zu sein! Das ist für Babys ein ganz großer Ansporn, auch etwas sagen zu wollen.





Anne Buchholz
Quelle: http://www.br-online.de/kinder/fragen-verstehen/wissen/2010/02962/

Δύο γλώσσες, δύο εγκέφαλοι
Η ταυτόχρονη εκμάθηση δύο γλωσσών διευρύνει τις δυνατότητες του μυαλού!
Δύο γλώσσες, δύο εγκέφαλοι



 
Αυτό που εμείς οι Ελληνες θεωρούμε ένα είδος «κατάρας» – το γεγονός ότι ελάχιστοι ανά την υφήλιο μιλούν ελληνικά αναγκάζοντάς μας να υποβαλλόμαστε από μικρά παιδιά στο βάσανο της εκμάθησης ξένων γλωσσών – ίσως τελικά αποδεικνύεται πραγματική ευλογία.

Μελέτες που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια ανατρέπουν τις παλαιότερες θεωρίες διαπιστώνοντας ότι οι δίγλωσσοι – όσοι δηλαδή μαθαίνουν δύο γλώσσες ως μητρικές από τη γέννησή τους – εμφανίζουν «ενισχυμένες» εγκεφαλικές, γνωσιακές και συμπεριφορικές λειτουργίες. Εκτός του ότι μπορούν ευκολότερα να μαθαίνουν ξένες γλώσσες και να εκτελούν πολλά καθήκοντα ταυτοχρόνως, έχουν ιδιαίτερη ικανότητα στο να μπαίνουν στη θέση του άλλου ενώ δείχνουν σαν να λειτουργούν με «δύο μυαλά», ανάλογα με τη γλώσσα που χρησιμοποιούν. Επιπλέον η διγλωσσία φαίνεται να έχει ρόλο ασπίδας που καθυστερεί την άνοια και τη νόσο Αλτσχάιμερ.


Το ευχάριστο είναι ότι όλα τα παραπάνω οφέλη, αν και είναι πιο έντονα στους δίγλωσσους, ενδέχεται να επεκτείνονται σε έναν βαθμό και σε όσους γνωρίζουν ικανοποιητικά μια δεύτερη γλώσσα. Αυτό είναι καλό για εμάς, εφόσον το μέσο ελληνόπουλο μαθαίνει ήδη αγγλικά από το Δημοτικό ενώ και ως ενήλικοι είμαστε γενικώς ένας «πολύγλωσσος» λαός. Ακόμη όμως και για όσους δεν «κατέχουν» τις ξένες γλώσσες, ποτέ δεν είναι αργά: οι ειδικοί επισημαίνουν ότι μπορούν να αρχίσουν να μαθαίνουν – και να ωφεληθούν – σε οποιαδήποτε ηλικία.


Οταν είχα μόλις γεννηθεί η μητέρα μου με πήρε στην αγκαλιά της στο κρεβάτι του μαιευτηρίου και έκανε κάτι που θα άλλαζε για πάντα τον τρόπο ανάπτυξης του εγκεφάλου μου. Κάτι που θα με έκανε καλύτερη στο να μαθαίνω, να κάνω πολλά πράγματα ταυτοχρόνως και να λύνω προβλήματα. Επίσης κάτι που ίσως αργότερα προστατέψει τον εγκέφαλό μου από τη φθορά της ηλικίας. Τι ήταν αυτό; Αρχισε να μου μιλάει στα γαλλικά.

Την εποχή εκείνη η μητέρα μου δεν είχε ιδέα ότι με αυτόν τον τρόπο θα ενίσχυε τις γνωσιακές μου ικανότητες. Είναι Γαλλίδα και ο πατέρας μου είναι Αγγλος. Απλώς τους είχε φανεί λογικό να μεγαλώσουν εμένα και τα αδέλφια μου ως δίγλωσσους. Παρ' όλα αυτά, στο διάστημα που έχει μεσολαβήσει από τότε έχουν εμφανιστεί ένα σωρό έρευνες οι οποίες υποδηλώνουν πως το γεγονός ότι μιλάω δύο γλώσσες ίσως επηρέασε βαθιά τον τρόπο με τον οποίο σκέφτομαι.
Η ενίσχυση των γνωσιακών ικανοτήτων είναι μόνο η αρχή. Σύμφωνα με ορισμένες μελέτες, οι αναμνήσεις και οι αξίες μου, ακόμη και η προσωπικότητά μου, ίσως αλλάζουν ανάλογα με το ποια γλώσσα τυχαίνει να μιλάω εκείνη την ώρα. Είναι σχεδόν σαν ο εγκέφαλος των δίγλωσσων να φιλοξενεί δύο ξεχωριστά μυαλά - κάτι το οποίο αναδεικνύει τον θεμελιώδη ρόλο που παίζει η γλώσσα στην ανθρώπινη σκέψη. «Η διγλωσσία αποτελεί ένα εκπληκτικό μικροσκόπιο για τη διερεύνηση του ανθρώπινου εγκεφάλου» λέει η Λόρα Αν Πετίτο, νευροεπιστήμονας στο Πανεπιστήμιο Γκαλοντέτ της Ουάσιγκτον.
Οι απόψεις για τη διγλωσσία δεν ήταν πάντα τόσο ρόδινες. Για πολύ καιρό η απόφαση των γονιών, όπως οι δικοί μου, να αναθρέψουν τα παιδιά τους μιλώντας δύο γλώσσες εθεωρείτο αμφιλεγόμενη. Από τον 19ο αιώνα οι εκπαιδευτικοί προειδοποιούσαν ότι κάτι τέτοιο προκαλεί σύγχυση σε ένα παιδί καθιστώντας το ανίκανο να μάθει σωστά οποιαδήποτε από τις δύο γλώσσες. Στην καλύτερη περίπτωση, θεωρούσαν ότι το καταδικάζει στο να γίνει αυτό που λέμε «πολυτεχνίτης και ερημοσπίτης». Στη χειρότερη, υποπτεύονταν ότι εμποδίζει άλλες πλευρές της ανάπτυξης οδηγώντας σε χαμηλότερο δείκτη νοημοσύνης.
Σήμερα οι φόβοι αυτοί φαίνονται αδικαιολόγητοι. Είναι αλήθεια ότι οι δίγλωσσοι τείνουν να έχουν ελαφρώς μικρότερο λεξιλόγιο σε καθεμιά από τις δύο γλώσσες τους σε σχέση με τους συνομηλίκους τους που μιλούν μόνο μία γλώσσα, ενώ μερικές φορές αργούν λίγο περισσότερο να βρουν τη σωστή λέξη όταν κατονομάζουν αντικείμενα. Μια καθοριστική μελέτη όμως που έγινε στη δεκαετία του 1960 από την Ελίζαμπεθ Πιλ και τον Γουόλας Λάμπερτ στο Πανεπιστήμιο Μακ Γκιλ του Μόντρεαλ στον Καναδά διαπίστωσε ότι η ικανότητα να μιλάει κάποιος δύο γλώσσες δεν εμποδίζει τη γενικότερη ανάπτυξη. Αντιθέτως, όταν ήλεγξαν άλλους παράγοντες οι οποίοι θα μπορούσαν να επηρεάσουν τις επιδόσεις, όπως η κοινωνικοοικονομική κατάσταση και η μόρφωση, ανακάλυψαν ότι τα δίγλωσσα άτομα είχαν καλύτερες επιδόσεις από τα μονόγλωσσα σε 15 λεκτικά και μη λεκτικά τεστ.
Δυστυχώς οι ανακαλύψεις αυτές σε μεγάλο βαθμό αγνοήθηκαν. Παρ' ότι - με το σταγονόμετρο - τη μελέτη αυτή ακολούθησαν και άλλες σχετικές με τα οφέλη της διγλωσσίας, οι περισσότεροι ερευνητές και εκπαιδευτικοί ενέμειναν στις παλιές ιδέες. Μόνο πρόσφατα η διγλωσσία άρχισε να απολαμβάνει την προσοχή που της αξίζει. «Για τριάντα χρόνια καθόμουν στο σκοτεινό γραφειάκι μου κάνοντας τα δικά μου και ξαφνικά τα τελευταία πέντε χρόνια είναι σαν οι πόρτες να άνοιξαν διάπλατα» λέει η Ελεν Μπιάλιστοκ, ψυχολόγος του Πανεπιστημίου Γιορκ στο Τορόντο του Καναδά.

Παράθυρο σε νέες γνώσεις
Σε έναν βαθμό αυτό το ενδιαφέρον απορρέει από τις πρόσφατες τεχνολογικές εξελίξεις στις νευροεπιστήμες, όπως η λειτουργική φασματοσκοπία εγγύς υπερύθρων (fNIRS), μια απεικονιστική τεχνική η οποία επιτρέπει την εξέταση του εγκεφάλου των μωρών καθώς αυτά κάθονται στην αγκαλιά των γονιών τους. Για πρώτη φορά οι ερευνητές μπόρεσαν να παρακολουθήσουν τον εγκέφαλο των βρεφών κατά τη διάρκεια των πρώτων επαφών τους με τη γλώσσα.
Χρησιμοποιώντας αυτή την τεχνική η κυρία Πετίτο και οι συνεργάτες της ανακάλυψαν μια σημαντική διαφορά στα μωρά που μεγαλώνουν μιλώντας δύο γλώσσες. Σύμφωνα με την κρατούσα θεωρία, τα μωρά όταν γεννιούνται είναι «πολίτες του κόσμου», μπορούν να ξεχωρίσουν τους ήχους κάθε γλώσσας. Ως την ηλικία του ενός έτους ωστόσο θεωρείται ότι χάνουν αυτή την ικανότητα και επικεντρώνονται μόνο στους ήχους της μητρικής τους γλώσσας. Αυτό φαινόταν να ισχύει στα μονόγλωσσα παιδιά, η μελέτη όμως της κυρίας Πετίτο ανακάλυψε ότι τα δίγλωσσα εξακολουθούσαν να εμφανίζουν αυξημένη εγκεφαλική δραστηριότητα αντιδρώντας σε γλώσσες που τους ήταν παντελώς ξένες ως και το τέλος του πρώτου έτους.
Υποθέτει ότι η εμπειρία της διγλωσσίας «βάζει σφήνες» αφήνοντας ανοίγματα στο παράθυρο για την εκμάθηση των γλωσσών. Εξίσου σημαντικό, τα δίγλωσσα μωρά έφθαναν στα γλωσσικά ορόσημα - όπως η πρώτη λέξη - ταυτόχρονα με τα μονόγλωσσα, υποστηρίζοντας την ιδέα ότι η διγλωσσία μάλλον εμπλουτίζει παρά εμποδίζει την ανάπτυξη ενός παιδιού. Αυτό φαίνεται ότι βοηθάει ανθρώπους σαν εμένα να κατακτούν νέες γλώσσες σε όλη τη ζωή τους. «Είναι σχεδόν σαν ο μονόγλωσσος εγκέφαλος να βρίσκεται σε δίαιτα ενώ ο δίγλωσσος μας δείχνει τις πλούσιες, αφράτες γραμμές του σχετικού με τη γλώσσα ιστού που διαθέτουμε» λέει η κυρία Πετίτο.

Προηγμένο «εκτελεστικό σύστημα»
Πράγματι, όσο περισσότερο έψαχναν οι ερευνητές τόσο περισσότερα οφέλη ανακάλυπταν - κάποια μάλιστα καλύπτουν μια ευρεία κλίμακα ικανοτήτων. Η κυρία Μπιάλιστοκ σκόνταψε τυχαία για πρώτη φορά επάνω σε ένα από αυτά τα πλεονεκτήματα όταν ζήτησε από παιδιά να εντοπίσουν αν διάφορες προτάσεις ήταν γραμματικά σωστές. Τόσο τα μονόγλωσσα όσο και τα δίγλωσσα μπορούσαν να δουν τα λάθη σε «λογικές» φράσεις όπως «τα μήλα ωριμάζουν στα δέντρα», στις «παράλογες» όμως φράσεις, όπως «τα μήλα ωριμάζουν στις μύτες», εμφανίζονταν διαφοροποιήσεις. Τα μονόγλωσσα παιδιά, παρασυρμένα από το παράλογο αυτών των φράσεων, απαντούσαν λανθασμένα ότι δεν ήταν γραμματικά σωστές ενώ τα δίγλωσσα έδιναν τη σωστή απάντηση.
Η ερευνήτρια υπέθεσε ότι η ικανότητα αυτή δεν αντανακλούσε κάποιο ιδιαίτερο ταλέντο στη γραμματική αλλά μάλλον μια βελτίωση σε αυτό που αποκαλείται «εκτελεστικό σύστημα» του εγκεφάλου και το οποίο, βασιζόμενο σε ένα ευρύ φάσμα δεξιοτήτων, «ρυθμίζει» την ικανότητα να «μπλοκάρουμε» τις άσχετες πληροφορίες και να εστιάζουμε στο έργο που θέλουμε να εκτελέσουμε εκείνη τη στιγμή. Στο τεστ αυτό τα δίγλωσσα παιδιά φαινόταν ότι μπορούσαν ευκολότερα να εστιάζουν στη γραμματική αγνοώντας το νόημα των λέξεων. Σε επόμενες μελέτες τα δίγλωσσα παιδιά εμφάνισαν εξαιρετικές επιδόσεις σε μια σειρά τεστ που διερευνούσαν απευθείας αυτό το χαρακτηριστικό. Μια άλλη εκτελεστική δεξιότητα σχετίζεται με την ικανότητα να στρεφόμαστε από ένα έργο σε ένα άλλο χωρίς να μπερδευόμαστε και τα δίγλωσσα παιδιά είναι καλύτερα και σε αυτού του είδους τα τεστ. Στην κατηγοριοποίηση αντικειμένων, για παράδειγμα, μπορούν να «πηδήξουν» από τη διάκριση με βάση το σχήμα στη διάκριση με βάση το χρώμα χωρίς να κάνουν λάθη.
Τα χαρακτηριστικά αυτά παίζουν καθοριστικό ρόλο στο καθετί που κάνουμε, από το διάβασμα και τα μαθηματικά ως την οδήγηση. Η βελτίωσή τους επομένως οδηγεί σε μεγαλύτερη νοητική ευελιξία, κάτι το οποίο ίσως εξηγεί γιατί τα δίγλωσσα άτομα είχαν τόσο καλές επιδόσεις στα τεστ των Πιλ και Λάμπερτ.
Τα καλά αυτής της ευελιξίας ενδέχεται μάλιστα να επεκτείνονται και στις κοινωνικές μας δεξιότητες. Η Πάουλα Ρούμπιο-Φερνάντες και ο Σαμ Γκλίκσμπεργκ, ψυχολόγοι του Πανεπιστημίου του Πρίνστον, ανακάλυψαν ότι οι δίγλωσσοι είναι καλύτεροι στο να βάζουν τον εαυτό τους στη θέση του άλλου ώστε να καταλάβουν καλύτερα τη δική του άποψη για μια κατάσταση. Αυτό συμβαίνει επειδή μπορούν ευκολότερα να μπλοκάρουν όσα ήδη γνωρίζουν και να επικεντρωθούν στην άποψη του άλλου.

Γνωσιακή γυμναστική!
Γιατί το ότι μιλούν δύο γλώσσες κάνει τον εγκέφαλο των δίγλωσσων τόσο ευέλικτο και συγκεντρωμένο; Μια απάντηση έρχεται από την έρευνα της Βιορίκα Μαριάν και των συναδέλφων της του Πανεπιστημίου Νορθγουέστερν στο Εβανστον του Ιλινόι, οι οποίοι χρησιμοποίησαν ειδικές συσκευές για να παρακολουθήσουν την κίνηση των ματιών εθελοντών οι οποίοι εκτελούσαν διάφορες δραστηριότητες. Σε μία από αυτές η κυρία Μαριάν έβαλε μπροστά σε δίγλωσσους που μιλούσαν αγγλικά και ρωσικά μια σειρά αντικείμενα και τους ζητούσε κάθε φορά να πιάσουν ένα συγκεκριμένο από αυτά. Το όνομα ενός αντικειμένου στη μια γλώσσα μερικές φορές μοιάζει πολύ ηχητικά με το όνομα κάποιου άλλου αντικειμένου στην άλλη γλώσσα (π.χ., η λέξη «μαρκαδόρος» στα αγγλικά μοιάζει ηχητικά με τη λέξη «σφραγίδα» στα ρωσικά). Στις περιπτώσεις αυτές οι εθελοντές δεν έκαναν ποτέ λάθος στο αντικείμενο, οι κινήσεις των ματιών τους όμως έδειξαν ότι, προτού καταλήξουν στην επιλογή τους, έριχναν μια γρήγορη ματιά στο αντικείμενο με το παρόμοιο ηχητικά όνομα στα ρωσικά.
Αυτή η σχεδόν ανεπαίσθητη κίνηση προδίδει μια σημαντική λεπτομέρεια για τη λειτουργία του εγκεφάλου των δίγλωσσων αποκαλύπτοντας ότι οι δύο γλώσσες ανταγωνίζονται συνεχώς στο πίσω μέρος του μυαλού τους. Ως αποτέλεσμα, όταν εμείς οι δίγλωσσοι μιλάμε, γράφουμε ή ακούμε ραδιόφωνο, ο εγκέφαλός μας προσπαθεί να επιλέξει τη σωστή λέξη καταστέλλοντας παράλληλα τον ίδιο όρο της άλλης γλώσσας. Αυτή είναι μια σημαντική δοκιμασία εκτελεστικού ελέγχου - ένα είδος γνωσιακής γυμναστικής. Στην πραγματικότητα, αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο λειτουργούν πολλά εμπορικά προγράμματα «εκγύμνασης του εγκεφάλου» τα οποία συχνά απαιτούν από τον χρήστη να αγνοήσει πληροφορίες που αποσπούν την προσοχή του ενώ εκτελεί ένα έργο.
Φρένο στην Αλτσχάιμερ
Γρήγορα οι επιστήμονες αναρωτήθηκαν αν αυτή η πνευματική γυμναστική μπορούσε να βοηθήσει τον εγκέφαλο να αντισταθεί στη φθορά της ηλικίας. Για να διερευνήσουν αυτή την υπόθεση η κυρία Μπιάλιστοκ και οι συνεργάτες της συνέλεξαν δεδομένα σχετικά με 184 άτομα που είχαν διαγνωστεί με άνοια, τα μισά εκ των οποίων ήταν δίγλωσσα. Τα αποτελέσματα, που δημοσιεύθηκαν το 2007, ήταν εκπληκτικά: στους δίγλωσσους τα συμπτώματα άρχιζαν να εμφανίζονται τέσσερα χρόνια αργότερα από ό,τι στους μονόγλωσσους. Υστερα από μια τριετία οι ερευνητές επανέλαβαν τη μελέτη με άλλα 200 άτομα τα οποία παρουσίαζαν δείγματα της νόσου Αλτσχάιμερ. Και πάλι στα περισσότερα από τα συμπτώματα υπήρχε μια καθυστέρηση πενταετίας στους δίγλωσσους. Τα αποτελέσματα ίσχυαν ακόμη και όταν λαμβάνονταν υπόψη άλλοι παράγοντες, όπως το επάγγελμα και η μόρφωση. «Δεν περίμενα καθόλου να βρούμε τόσο σημαντικά αποτελέσματα» λέει η ερευνήτρια.
Το ότι εμείς οι δίγλωσσοι μιλάμε δύο γλώσσες, εκτός του ότι ενισχύει τον εγκέφαλό μας, ενδέχεται επίσης να έχει βαθιά επίδραση στη συμπεριφορά μας. Νευροεπιστήμονες και ψυχολόγοι αρχίζουν να αποδέχονται ότι η γλώσσα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη σκέψη και τη συλλογιστική, κάτι το οποίο κάνει ορισμένους να αναρωτιούνται αν οι δίγλωσσοι ενεργούν διαφορετικά ανάλογα με το ποια γλώσσα μιλούν. Αυτό συμβαδίζει με τη δική μου εμπειρία - ακόμη και οι άλλοι συχνά μου λένε ότι φαίνομαι διαφορετική ανάλογα με το αν μιλάω αγγλικά ή γαλλικά.

Δύο σετ αξιών
Το «ζύγισμα» των επιδράσεων αυτού του είδους είναι βεβαίως δύσκολο, στη δεκαετία του 1960 όμως η Σούζαν Ερβιν-Τριπ, η οποία σήμερα βρίσκεται στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Μπέρκλεϊ, βρήκε έναν αντικειμενικό τρόπο για να εξετάσει το ζήτημα. Ζήτησε από δίγλωσσους που μιλούσαν αγγλικά και ιαπωνικά να συμπληρώσουν μια σειρά ημιτελείς προτάσεις σε δύο διαφορετικές συνεδρίες - πρώτα στη μία γλώσσα και ύστερα στην άλλη. Διαπίστωσε ότι οι εθελοντές έδιναν πολύ διαφορετικές καταλήξεις στην ίδια φράση ανάλογα με τη γλώσσα. Για παράδειγμα, στη φράση «οι πραγματικοί φίλοι πρέπει...» στα ιαπωνικά έγραφαν «...να βοηθούν ο ένας τον άλλον» ενώ στα αγγλικά έγραφαν «...να είναι απόλυτα ειλικρινείς». Γενικώς οι απαντήσεις έμοιαζαν να αντανακλούν τον τρόπο με τον οποίο οι μονόγλωσσοι της κάθε γλώσσας θα εκτελούσαν το τεστ. Αυτό έκανε την κυρία Ερβιν-Τριπ να υποστηρίξει ότι οι δίγλωσσοι χρησιμοποιούν δύο νοητικά κανάλια, σαν να έχουν δύο διαφορετικά μυαλά.
Αρκετές πρόσφατες μελέτες φαίνεται να υποστηρίζουν τη θεωρία της. Ο Ντέιβιντ Λούνα του Baruch College της Νέας Υόρκης και οι συνεργάτες του ζήτησαν για παράδειγμα πρόσφατα από αγγλο-ισπανόφωνους να δουν διαφημίσεις στις οποίες πρωταγωνιστούσαν γυναίκες - πρώτα στη μία γλώσσα και ύστερα από έξι μήνες στην άλλη γλώσσα - και να περιγράψουν τις προσωπικότητες των πρωταγωνιστριών. Στην «ισπανική» εκδοχή οι εθελοντές έτειναν να περιγράφουν τις γυναίκες ως ανεξάρτητες και εξωστρεφείς, ενώ στην «αγγλική» ως απελπισμένες και εξαρτημένες.
Μια άλλη μελέτη διαπίστωσε ότι οι αγγλο-ελληνόφωνοι δίγλωσσοι είχαν πολύ διαφορετικές συναισθηματικές αντιδράσεις στην ίδια ιστορία ανάλογα με τη γλώσσα. Στη μία εκδοχή δήλωναν π.χ. «αδιάφοροι» για τον ήρωα, ενώ στην άλλη «ανησυχούσαν» για την πορεία του.

Γιατί δεν θυμούνται τα μωρά
Μια εξήγηση είναι ότι κάθε γλώσσα φέρνει στο μυαλό τις αξίες της κουλτούρας της με την οποία ήρθαμε σε επαφή μαθαίνοντάς την. Μια άλλη είναι το γεγονός ότι η γλώσσα ενεργεί ενδόμυχα ως «σκαλωσιά» που υποστηρίζει το οικοδόμημα των αναμνήσεών μας. Πολλές μελέτες έχουν δείξει ότι είναι πιθανότερο να θυμηθούμε ένα αντικείμενο όταν γνωρίζουμε το όνομά του, κάτι το οποίο ίσως εξηγεί γιατί έχουμε τόσο λίγες αναμνήσεις από τα πρώτα παιδικά μας χρόνια. Υπάρχουν μάλιστα ενδείξεις ότι η γραμματική μιας γλώσσας μπορεί να διαμορφώσει τη μνήμη μας. Η Λίρα Μποροντίτσκι του Πανεπιστημίου Στάνφορντ ανακάλυψε πρόσφατα ότι οι ισπανόφωνοι είναι χειρότεροι στο να θυμούνται ποιος προκάλεσε ένα ατύχημα, ίσως επειδή στα ισπανικά χρησιμοποιούνται απρόσωπες εκφράσεις - π.χ. «το βάζο έσπασε» - οι οποίες δεν υποδηλώνουν το πρόσωπο που βρίσκεται πίσω από το γεγονός.
Αυτό φαίνεται να υποδεικνύει ότι οι αναμνήσεις ενός δίγλωσσου αλλάζουν ανάλογα με τη γλώσσα που μιλάει. Σε ένα έξυπνο αλλά απλό πείραμα η κυρία Μαριάν έκανε σε Κινεζοαμερικανούς ένα τεστ γενικών γνώσεων, πρώτα στα αγγλικά και αργότερα στα κινεζικά. Οι απαντήσεις διέφεραν ανάλογα με τη γλώσσα - στην ερώτηση π.χ. «κατονομάστε ένα σημαντικό άγαλμα που έχει υψωμένο το ένα χέρι ατενίζοντας το άπειρο» στα αγγλικά ανέφεραν το Αγαλμα της Ελευθερίας ενώ στα κινεζικά το άγαλμα του Μάο.

Ποτέ δεν είναι αργά...
Παρά την πρόσφατη πρόοδο, οι ερευνητές μάλλον βλέπουν μόνο την αρχή του παγόβουνου στο ζήτημα της διγλωσσίας και πολλά ερωτήματα παραμένουν ανοιχτά. Από τα σημαντικότερα είναι το αν ένα μονόγλωσσο άτομο μπορεί να έχει ανάλογα οφέλη αν μάθει μια ξένη γλώσσα σε μεγαλύτερη ηλικία. Οι ως τώρα ενδείξεις δείχνουν πως ναι. «Μπορείτε να μάθετε μια ξένη γλώσσα σε οποιαδήποτε ηλικία, να τη μάθετε καλά και να δείτε οφέλη στο γνωσιακό σύστημά σας» λέει η κυρία Μαριάν. Η κυρία Μπιάλιστοκ συμφωνεί, αν και τονίζει ότι η νοητική «ενίσχυση» στην περίπτωση αυτή δεν είναι τόσο έντονη όσο στους δίγλωσσους. «Μάθετε μια ξένη γλώσσα σε οποιαδήποτε ηλικία, όχι για να γίνετε δίγλωσσοι αλλά για να παραμείνετε σε πνευματική εγρήγορση» λέει. «Είναι πηγή γνωσιακών αποθεμάτων».
Αφού είναι έτσι, είμαι ευγνώμων. Η μητέρα μου δεν είχε καν υποπτευθεί πώς τα λόγια της θα άλλαζαν τον εγκέφαλό μου και τον τρόπο που βλέπω τον κόσμο, αλλά είμαι βέβαιη ότι η προσπάθειά της απέδωσε καρπούς. Για όλα αυτά το μόνο που έχω να πω είναι: Merci!
 
 
Πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑ - Science

Στη Γερμανία οι ημερήσιες εφημερίδες θεωρούνται ως το πιο σημαντικό πολιτιστικό αγαθό και ακρογωνιαίος λίθος της δημοκρατίας. Παρακινούν κοινωνικοπολιτικές συζητήσεις που συνεισφέρουν στη διαμόρφωση της γνώμης στη χώρα. Οι οκτώ ημερήσιες εφημερίδες εθνικής κυκλοφορίας είναι εν προκειμένω ιδιαιτέρως σημαντικές.
 
Η Γερμανία είναι η μεγαλύτερη αγορά εφημερίδων στην Ευρώπη. Επτά στους δέκα Γερμανούς πάνω από 14 ετών διαβάζουν τακτικά μία εφημερίδα. Έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν από 351 διαφορετικούς τίτλους. Οι περισσότερες εξ αυτών είναι τοπικές εφημερίδες, δηλαδή κυκλοφορούν σε μία συγκεκριμένη περιοχή και μόνο εκεί μπορεί κανείς να τις αγοράσει. Τα θέματά τους αφορούν κυρίως την περιοχή τους. Με εθνικές και διεθνείς ειδήσεις ασχολούνται οι εφημερίδες εθνικής κυκλοφορίας. Διατίθενται σε ολόκληρη τη Γερμανία και είναι γνωστές σε όλη τη χώρα.

Μπροστά ο κίτρινος τύπος, ο υψηλός πολιτισμός στη δεύτερη θέση

Η μεγαλύτερη εφημερίδα της Γερμανίας ψυχαγωγεί ωστόσο περισσότερο από ότι ενημερώνει. Η Bild πουλά καθημερινά περίπου 2,9 εκατομμύρια αντίτυπα (2ο τρίμηνο 2011) και κυκλοφορεί από τον εκδοτικό οίκο Axel-Springer στο Βερολίνο. Η εφημερίδα είναι πολύχρωμη και απλά γραμμένη. Περιέχει πολλές φωτογραφίες και μεγάλες επικεφαλίδες – μία κλασική εφημερίδα κίτρινου τύπου που διαβάζεται κυρίως από τον εργατικό και καταναλωτικό πληθυσμό. Η Bild ενημερώνει κατά προτίμηση για σκάνδαλα, εγκλήματα καθώς και διάσημους και αυτό δεν το κάνει και τόσο αντικειμενικά, αλλά δραματοποιεί και απλοποιεί. Πολιτικά πρόσκειται στους κυβερνώντες χριστιανοδημοκράτες (CDU).

Με περίπου 430.000 πουλημένα αντίτυπα (2ο τρίμηνο 2011) η Süddeutsche Zeitung (SZ) από το Μόναχο είναι η δεύτερη σε μέγεθος ημερήσια εφημερίδα της Γερμανίας. Είναι η πιο σημαντική εφημερίδα μίας σοσιαλιστικο-φιλελεύθερης και με πολιτιστικά ενδιαφέροντα αστικής τάξης. Οι σχολιαστές της δεν υποστηρίζουν την ελεύθερη αγορά αλλά αγορεύουν υπέρ της σοσιαλιστικής οικονομίας της αγοράς. Η SZ υποστηρίζει την υψηλής ποιότητας δημοσιογραφία. Χαρακτηριστικό της είναι το εκτενές πολιτιστικό μέρος, που ασχολείται με λογοτεχνία, θέατρο και κλασική μουσική καθώς και η σελίδα 3, όπου δημοσιεύονται καθημερινά μεγάλα ρεπορτάζ και επίκαιρα αναλυτικά άρθρα. Τη Δευτέρα επισυνάπτονται αγγλόφωνα άρθρα από την New York Times και την Παρασκευή το περιοδικό SZ-Magazin, που ασκεί μία νεότερη πολιτιστική δημοσιογραφία και συνδυάζει τον ποπ με τον υψηλό πολιτισμό.

...
 
Διαβάστε περισσότερα στην ιστοσελίδα του Ινστιτούτου Goethe.


ΠΗΓΗ: Goethe-Institut


Σε περίπου 350 δημόσια και ιδιωτικά ανώτατα ιδρύματα της Γερμανίας φοιτούν ή επιδίδονται σε επιστημονική έρευνα αυτό τον καιρό πάνω από δύο εκατομμύρια σπουδαστές. Περίπου δέκα τοις εκατό ανήκουν στους σπουδαστές με τη λεγόμενη «αλλοδαπή εκπαίδευση», σε φοιτητές δηλαδή που δεν διαθέτουν το γερμανικό σχολικό υπόβαθρο. Στον κοινό ευρωπαϊκό πανεπιστημιακό χώρο με τις διαβαθμισμένες σπουδές που οδηγούν στα πτυχία Μπάτσελορ, Μάστερ και διδακτορικό η προσφορά στη διδασκαλία και την έρευνα αποκτά ολοένα και περισσότερο διεθνή χαρακτηριστικά.
 
Διαβάστε περισσότερα στην ιστοσελίδα του Ινστιτούτου Goethe ...
 
 
Χρήσιμες πληροφορίες θα βρείτε στην Γερμανική Υπηρεσία Ακαδημαϊκών Ανταλλαγών - DAAD
Επισκεφτείτε επίσης αυτή την ιστοσελίδα!
 
 



Η εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας επηρεάζει βαθιά τον εγκέφαλο, αλλάζοντας τον τρόπο με τον οποίο αντιδρά στους ήχους και κάνοντάς τον πιο αποδοτικό, σύμφωνα με μία νέα μελέτη.

Οι ερευνητές από το Πανεπιστήμιο Νορθουέστερν που την πραγματοποίησαν εκτιμούν ότι η πολυγλωσσία είναι μία μορφή άσκησης για το μυαλό, που το «τελειοποιεί».

Όπως γράφουν στην επιθεώρηση «Proceedings of the National Academy of Sciences» (PNAS), κατέγραψαν τις αντιδράσεις του εγκεφάλου 48 υγιών φοιτητών (οι 23 ήταν δίγλωσσοι), σε διάφορους ήχους.

Στο κεφάλι των εθελοντών τοποθετήθηκαν ηλεκτρόδια που κατέγραφαν την ηλεκτρική δραστηριότητα του εγκεφάλου τους. Όταν στο εργαστήριο επικρατούσε πλήρης ησυχία, οι εγκεφαλικές αντιδράσεις των φοιτητών ήταν οι ίδιες, είτε ήταν δίγλωσσοι είτε ήταν μόνο αγγλόφωνοι.

Όταν, όμως, στον περιβάλλοντα χώρο επικρατούσε φασαρία, ο εγκέφαλος των δίγλωσσων φοιτητών αντέδρασε πολύ ανώτερα στην επεξεργασία των ήχων, καθώς κατόρθωσε να εστιαστεί στις σημαντικές πληροφορίες (αυτές που έπρεπε να ακούσουν οι φοιτητές) αποκλείοντας τις περιττές (τους περιβάλλοντες ήχους).

Οι εγκεφαλικές αντιδράσεις των δίγλωσσων φοιτητών ήταν ιδιαιτέρως έντονες στο στέλεχος του εγκεφάλου – την δομή που βρίσκεται στο πίσω μέρος του κρανίου και αποτελεί τον αισθητήριο και κινητικό «συνδετικό κρίκο» ανάμεσα στον εγκέφαλο και στο σώμα.

Το εγκεφαλικό στέλεχος επιτελεί πολλούς ρόλους, από την ρύθμιση του καρδιακού ρυθμού, της αναπνοής και της αντοχής στον πόνο έως την εγρήγορση, την επίγνωση και τη συνείδηση.
«Η αυξημένη πείρα των δίγλωσσων ανθρώπων με τον ήχο, οδηγεί σε ένα ιδιαίτερα αποτελεσματικό, ευπροσάρμοστο και εστιασμένο ακουστικό σύστημα, το οποίο αποδίδει εξαιρετικά καλά σε δύσκολες ή νέες ακουστικές συνθήκες», δήλωσε η επικεφαλής ερευνήτρια δρ Νίνα Κράους, καθηγήτρια στο Τμήμα Νευροβιολογίας του πανεπιστημίου.

«Ο κόσμος λύνει σταυρόλεξα και παζλ για να διατηρεί το μυαλό του “κοφτερό”, αλλά διαπιστώσαμε ότι η εκμάθηση μιας δεύτερης γλώσσας παρέχει αυτομάτως τα ίδια οφέλη», πρόσθεσε η ερευνήτρια δρ Βιορίκα Μάριαν. «Τα στοιχεία μας υποδηλώνουν ότι τα οφέλη της διγλωσσίας είναι ευρεία και πολύ ισχυρά, και συμπεριλαμβάνουν την βελτίωση της προσοχής, των αναστολών και της κωδικοποίησης των ήχων».

Ανάλογο όφελος έχει παρατηρηθεί και στους μουσικούς, όταν κάνουν πρόβα, πρόσθεσαν οι δύο ερευνήτριες. Προγενέστερες μελέτες, εξάλλου, έχουν δείξει πως η εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας μας προστατεύει και από την άνοια.

ΠΗΓΗ: ΤΑ ΝΕΑ

Ο χειρισμός δύο γλωσσών «γυμνάζει» τον εγκέφαλο και τον διατηρεί σε εγρήγορση ακόμη και σε μεγάλη ηλικία


Η εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας βοηθά τον εγκέφαλο να διατηρείται σε εγρήγορση και να προστατεύεται από την άνοια, σύμφωνα με νέα μελέτη


Μάθετε μια ξένη γλώσσα για να σωθείτε στο μέλλον από την άνοια, συνιστούν καναδοί επιστήμονες. Όπως λένε, όταν ο εγκέφαλος έχει να «παλέψει» με δυο γλώσσες εργάζεται περισσότερο με αποτέλεσμα να μην… τεμπελιάζει σε μεγαλύτερη ηλικία.

Επιβράδυνση στην εκδήλωση της νόσου

Σύμφωνα με νέα μελέτη ειδικών από το Πανεπιστήμιο Γιορκ στο Τορόντο του Καναδά μεταξύ ανθρώπων που εμφάνισαν άνοια, όσοι ήταν δίγλωσσοι καθόλη τη διάρκεια της ζωής τους εκδήλωσαν τη νόσο τρία με τέσσερα χρόνια αργότερα από όσους μιλούσαν μόνο μια μητρική γλώσσα.

Η δρ Ελεν Μπιάλιστοκ και οι συνεργάτες της ανέλυσαν τα ιατρικά αρχεία ασθενών που διαγνώσθηκαν με διαφορετικούς τύπους άνοιας. Όπως είδαν, μεταξύ των ασθενών όσοι μιλούσαν μόνο μια γλώσσα διαγνώσθηκαν με τη νευροεκφυλιστική ασθένεια του εγκεφάλου στα 75,4 χρόνια τους κατά μέσο όρο ενώ όσοι μιλούσαν δύο μητρικές γλώσσες στα 78,6 χρόνια τους κατά μέσο όρο.

Οι ερευνητές αναφέρουν με δημοσίευσή τους στο επιστημονικό περιοδικό «Trends in Cognitive Sciences» ότι και άλλες προηγούμενες μελέτες έχουν δώσει παρόμοια αποτελέσματα.

Αν και το να έχει ένα άτομο δύο μητρικές γλώσσες φάνηκε να έχει την ισχυρότερη θετική επίδραση στην πρόληψη της άνοιας, η εκμάθηση μιας δεύτερης γλώσσας σε οποιαδήποτε στιγμή της ζωής ήταν επίσης ευεργετική για τον εγκέφαλο, σημειώνουν οι ερευνητές.

Αναφέρουν ότι μια από τις εύλογες ερωτήσεις που μπορεί να έχει ο οποιοσδήποτε είναι σε ποια ηλικία πρέπει να γίνεται η εκμάθηση της δεύτερης γλώσσας.

«Οσο νωρίτερα τόσο καλύτερα;», θέτουν οι ίδιοι το ερώτημα στο άρθρο τους και σημειώνουν ότι «αυτή τη στιγμή η καλύτερη απάντηση που μπορούμε να δώσουμε είναι ότι η μικρή ηλικία κατάκτησης της γλώσσας, η γενικότερη ευφράδεια, η συχνότητα χρήσης, τα επίπεδα στη γνώση ανάγνωσης, γραφής και γραμματικών κανόνων βοηθούν συνολικά τον εγκέφαλο, χωρίς να έχει φανεί εάν κάποιος από αυτούς τους παράγοντες είναι σημαντικότερος από τους άλλους».


«Εκγύμναση» του εγκεφάλου

Σύμφωνα με τους ερευνητές, το να μιλά ένα άτομο δύο γλώσσες βοηθά στην «εκγύμναση» περιοχών του εγκεφάλου οι οποίες εμπλέκονται σε δύσκολα πνευματικά καθήκοντα, όπως το να εκτελεί κάποιος παράλληλες δραστηριότητες ή να συγκεντρώνεται έντονα σε ένα καθήκον για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αυτού του είδους οι λειτουργίες εκτελεστικού ελέγχου είναι οι πρώτες που φθίνουν με την πάροδο του χρόνου.

Η δρ Μπιάλιστοκ σχολίασε ότι «σύμφωνα με τα ευρήματά μας η ενασχόληση με δύο γλώσσες αναδιοργανώνει συγκεκριμένα εγκεφαλικά δίκτυα δημιουργώντας μια καλύτερη βάση εκτελεστικού ελέγχου και βοηθώντας στη διατήρηση των γνωστικών λειτουργιών καθόλη τη διάρκεια της ζωής του ατόμου».

ΤΟ ΒΗΜΑ - Ξένες γλώσσες εναντίον... άνοιας - science - Ιατρική – Βιολογία

Stärkste Frau der Welt



Cecilie Skog gehört nicht zu den Frauen, die das Heim hüten und lieber am warmen Herd stehen. Die Extremsportlerin muss raus, nur dann fühle sie sich frei, sagte sie in einem Interview. Seit 1999 bestieg die Norwegerin den Mount Everest und den Aconcagua, schwomm bei Minus 50 Grad im Polarmeer und stellt nun einen weiteren Rekord auf.

Lesen Sie hier weiter ...

[Quelle: Süddeutsche Zeitung]



Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...